ημερομίσθιος

ημερομίσθιος
-α, -ο
1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο
α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο
β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει το έργο αυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + μίσθιος «μισθωτός» (< μισθός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημερομίσθιος — α, ο μεροκαματιάρης: Ημερομίσθιος εργάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρεργάτης — ο ο μισθωτός ή ημερομίσθιος εργάτης, αυτός δηλαδή που δεν έχει καθόλου ή επαρκή κλήρο και συντηρείται προσφέροντας εξαρτημένη εργασία σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις …   Dictionary of Greek

  • αυθημερινός — αὐθημερινός, ή, όν (AM) 1. ο αυθήμερος* 2. «μίσθιος αὐθημερινός» ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. «σοφὸς αὐθημερινός» αυτοσχέδιος σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ημερινός < ημέρα] …   Dictionary of Greek

  • εργατολογώ — άω δουλεύω ως ημερομίσθιος εργάτης, ασκώ χειρωνακτική εργασία …   Dictionary of Greek

  • εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν …   Dictionary of Greek

  • ημερομίσθιο — το βλ. ημερομίσθιος …   Dictionary of Greek

  • μεροδουλεύω — δουλεύω ως ημερομίσθιος εργάτης, δουλεύω με μεροκάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • μεροκαματιάρης — και ημεροκαματιάρης και μεροκαματάρης, ο, θηλ. μεροκαματ(ι)άρισσα ημερομίσθιος εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροκάματο + κατάλ. ιάρης] …   Dictionary of Greek

  • συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • συργάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος 2. ως κύριο όν. Συργάστωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”