ημερομίσθιος — α, ο μεροκαματιάρης: Ημερομίσθιος εργάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρεργάτης — ο ο μισθωτός ή ημερομίσθιος εργάτης, αυτός δηλαδή που δεν έχει καθόλου ή επαρκή κλήρο και συντηρείται προσφέροντας εξαρτημένη εργασία σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις … Dictionary of Greek
αυθημερινός — αὐθημερινός, ή, όν (AM) 1. ο αυθήμερος* 2. «μίσθιος αὐθημερινός» ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. «σοφὸς αὐθημερινός» αυτοσχέδιος σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ημερινός < ημέρα] … Dictionary of Greek
εργατολογώ — άω δουλεύω ως ημερομίσθιος εργάτης, ασκώ χειρωνακτική εργασία … Dictionary of Greek
εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν … Dictionary of Greek
ημερομίσθιο — το βλ. ημερομίσθιος … Dictionary of Greek
μεροδουλεύω — δουλεύω ως ημερομίσθιος εργάτης, δουλεύω με μεροκάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δουλεύω] … Dictionary of Greek
μεροκαματιάρης — και ημεροκαματιάρης και μεροκαματάρης, ο, θηλ. μεροκαματ(ι)άρισσα ημερομίσθιος εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροκάματο + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
συργάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος 2. ως κύριο όν. Συργάστωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος] … Dictionary of Greek